θεομακάριστος

θεομακάριστος
θεομακάριστος, -ον (AM)
ο ευλογημένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -μακάριστος (< μακαρίζω), πρβλ. αξιο-μακάριστος, τρισ-μακάριστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • богоблаженыи — (12) пр. Возвеличенный, благословенный богом, угодный богу: памѩ(т) б҃обл҃жныхъ ѡц҃ь нашихъ. и патриаръхъ. ПрЛ XIII, 101б; Ѡ б҃обл҃жнии наши учители; свѣтилници миру КТур XII, сп. XIV, 63; Ѡ б҃об҃лжнии архиѥрѣи, высоко парѩщиi ѡрли Там же; Ты… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”